κοπανώ
Смотреть что такое "κοπανώ" в других словарях:
κοπανώ — άω [κόπανος] 1. χτυπώ με τον κόπανο, κοπανίζω 2. μεταβάλλω κάτι σε σκόνη ή σε τρίμμα χτυπώντας με το γουδοχέρι, στουμπίζω 3. υπενθυμίζω σε κάποιον κάτι διαρκώς και επιμόνως, συνήθως επιπλήττοντάς τον («έκανα ένα λάθος, δεν είναι ανάγκη να μού τό… … Dictionary of Greek
ίγδισμα — ἴγδισμα, τὸ (Α) 1. κοπάνισμα 2. είδος χορού κατά τον οποίο τα πόδια χτυπούσαν συνεχώς στο έδαφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρο στην αρχ. *ιγδίζω «κοπανώ με το γουδί»] … Dictionary of Greek
αεροκοπανίζω — και κοπανώ, άω 1. κοπανίζω αέρα, φλυαρώ, αερολογώ, μωρολογώ 2. κοπιάζω μάταια, ματαιοπονώ, σκιαμαχώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < αέρας + κοπανίζω ο τ. αεροκοπανώ αποτελεί αναλογικό σχηματισμό κατά τα ρ. σε ώ, λόγω φωνητικής συμπτώσεως τών κατάλ. τού αόρ. ισα… … Dictionary of Greek
κοπάνα — η 1. μεγάλος κόπανος 2. είδος πηλοφοριού με το οποίο μεταφέρουν τη λάσπη οι κτίστες 3. σκάφη για πλύσιμο 4. φρ. «τήν κάνω κοπάνα» φεύγω κρυφά ή απουσιάζω αδικαιολόγητα, τό σκάζω (α. «έκανα πολλές κοπάνες από το σχολείο στην έκτη γυμνασίου» β.… … Dictionary of Greek
κοπάνημα — το [κοπανώ] κοπάνισμα … Dictionary of Greek
ψωλοκοπανώ — άω, Ν αυνανίζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψωλή + κοπανώ] … Dictionary of Greek
κοπανάω — (σπάν. κοπανώ), κοπάνησα, κοπανισμένος βλ. πίν. 58 Σημειώσεις: κοπανάω : ο τύπος κοπανίζω (Τριανταφυλλίδης, 1941, σελ. 358) δε χρησιμοποιείται πια στην κοινή νεοελληνική. Έχει επιβιώσει η μτχ. κοπανισμένος και το επίθετο κοπανιστός … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
κοπανίζω — και κοπανώ και κοπανάω κοπάνισα, κοπανίστηκα, κοπανισμένος 1. χτυπώ με τον κόπανο: Κοπανίζει τα ρούχα στην πλύση. 2. τρίβω, στουμπάω: Κοπανίζει καρύδια στο γουδί. 3. δέρνω άσχημα: Κάτσε ήσυχα γιατί θα σε κοπανίσω. 4. φρ., «Όλο τα ίδια κοπανάει»,… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)